- σε
- Iπροσωπική αντων. β' προσώπου: Σε είδα.IIπρόθ. μονοσύλλαβη: Σε ποιον να το δώσω; – Σε δύο μέρες θα τελειώσουν όλα. – Κατοικεί σε χωριό. – Υπολογίζονται σε διακόσιους οι νεκροί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.